- χιουμοριστής
- και ουμοριστής, ο, Νχιουμορίστας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. humoriste (βλ. και λ. χιούμορ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιουμοριστής — ο αυτός που μιλάει ή γράφει με χιούμορ, ευθυμολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουμοριστής — ο βλ. χιουμοριστής … Dictionary of Greek
χιουμοριστικός — ή, ό, Ν [χιουμοριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ … Dictionary of Greek